Λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή: Ελάχιστα επεμβατική χειρουργική τεχνική για την αντιμετώπιση της χολολιθίασης
Η χολοκυστεκτομή είναι μια από τις πιο κοινές χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιακή χώρα και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων πραγματοποιείται λαπαροσκοπικά. Η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή θεωρείται ως η μέθοδος εκλογής για τη χειρουργική αντιμετώπιση της χολολιθίασης και των συμπτωμάτων αλλά και των επιπλοκών που αυτή ενδέχεται να προκαλέσει, την οποία εφαρμόζουν με εξαιρετικά ποσοστά επιτυχίας οι Γενικοί Χειρουργοί στην Αθήνα.
Η χολολιθίαση ή αλλιώς πέτρα στη χολή προκαλείται από τη διαμόρφωση μικρών συμπαγών μορφωμάτων στη χοληδόχο κύστη που μπορούν να σχηματιστούν ως αποτέλεσμα μιας ανισορροπίας στις ουσίες που συνθέτουν τη χολή. Η χοληδόχος κύστη είναι ένα μικρό όργανο που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ήπαρ, στην οποία συγκεντρώνεται η χολή. Η χολή συνιστά ένα πεπτικό υγρό υπεύθυνο για τη διάσπαση των λιπών που απελευθερώνεται στο λεπτό έντερο.
Ποιες επιπλοκές προκαλεί η χολολιθίαση;
Οι χολόλιθοι συχνά δεν προκαλούν συμπτώματα και ο ασθενής μπορεί να αγνοεί την ύπαρξή τους, αλλά περιστασιακά μπορεί να εμποδίσουν τη ροή της χολής και να ερεθίσουν τη χοληδόχο κύστη ή το πάγκρεας. Επιπλοκές της πάθησης αποτελούν η απόφραξη του χοληδόχου πόρου (χοληδοχολιθίαση), η φλεγμονή της χοληδόχου κύστης (οξεία χολοκυστίτιδα) ή του παγκρέατος (οξεία παγκρεατίτιδα). Αυτό μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα όπως ξαφνικό και έντονο πόνο στην κοιλιά, κιτρίνισμα του δέρματος και του λευκού των ματιών (ίκτερος), ναυτία και πυρετό. Η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση της χοληδόχου κύστης είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Η χειρουργική αφαίρεση της χοληδόχου κύστης δεν επηρεάζει την ικανότητα πέψης της τροφής. Οι ασθενείς μπορούν να ζήσουν χωρίς τη χοληδόχο κύστη, απλώς μετά τη χειρουργική επέμβαση, η χολή ρέει απευθείας από το ήπαρ στο λεπτό έντερο. Υπάρχουν δύο χειρουργικές τεχνικές για την αφαίρεση της χοληδόχου κύστης, η ανοιχτή και η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Και οι δύο επεμβάσεις πραγματοποιούνται έπειτα από τη χορήγηση γενικής αναισθησίας στον ασθενή.
Κατά την ανοιχτή χολοκυστεκτομή, πραγματοποιείται μία μεγάλη τομή ώστε να αποκτηθεί πρόσβαση στη χοληδόχο κύστη κι έπειτα να αφαιρεθεί επιτυχώς. Η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή περιλαμβάνει την πραγματοποίηση τεσσάρων μικρών τομών στην κοιλιακή χώρα. Ένα μακρόστενο όργανο που μοιάζει με σωλήνα εισάγεται στην κοιλιακή χώρα μέσω μιας από τις τομές. Το όργανο αυτό διαθέτει μια μικροσκοπική βιντεοκάμερα και μια φωτεινή πηγή στο άκρο του.
Η κάμερα αυτή μεταφέρει την εικόνα του εσωτερικού της κοιλιάς σε μια οθόνη υψηλής ευκρίνειας, από την οποία ο χειρουργός παρακολουθεί τους χειρισμούς του. Παράλληλα, τα χειρουργικά εργαλεία εισάγονται μέσω των άλλων τομών στην κοιλιά, τα οποία επιτρέπουν την αποκόλληση της χοληδόχου κύστης και την αφαίρεσή της μέσω μίας εκ των τομών. Έπειτα, οι τομές κλείνουν με ράμματα.
Μετά τη λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή, οι ασθενείς είναι συχνά σε θέση να πάνε σπίτι την ίδια μέρα, αν και μερικές φορές απαιτείται παραμονή μιας νύχτας στο νοσοκομείο. Σε γενικές γραμμές, ο ασθενής λαμβάνει εξιτήριο μόλις είναι σε θέση να φάει και να πιει χωρίς πόνο και να περπατήσει χωρίς βοήθεια. Πλήρης ανάρρωση επιτυγχάνεται συνήθως μετά από μία εβδομάδα, ενώ η επιστροφή στις περισσότερες από τις καθημερινές δραστηριότητες πραγματοποιείται μέσα σε 2 εβδομάδες.
Ποια είναι τα οφέλη που προσφέρει η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή;
Η λαπαροσκοπική χειρουργική τεχνική για την αφαίρεση της χοληδόχου κύστης προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα στον ασθενή, καθώς αρχικά ελαχιστοποιεί τον απαιτούμενο χρόνο νοσηλείας και ανάρρωσης. Παράλληλα, ελαττώνεται σημαντικά ο μετεγχειρητικός πόνος και οι πιθανές επιπλοκές, καθώς οι τομές είναι πολύ μικρού μεγέθους. Επίσης, το αισθητικό αποτέλεσμα είναι σαφώς ανώτερο σε σχέση με το ανοιχτό χειρουργείο. Η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή ωστόσο δε μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις περιπτώσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο χειρουργός μπορεί να ξεκινήσει με μια λαπαροσκοπική προσέγγιση και να θεωρήσει απαραίτητο να κάνει μια μεγαλύτερη τομή λόγω ουλώδους ιστού από προηγούμενες επεμβάσεις ή επιπλοκές.